Posts

Η έρημος και το δωμάτιο

Image
Η σιωπή ρέει άφθονη αυτό το μαγιάτικο βράδυ. Η βροχή των προηγούμενων ημερών έχει αφήσει τα σημάδια της στον αέρα, η υγρασία και τα προεόρτια του καλοκαιριού περιδιαβαίνουν έξω από το μπαλκόνι μου και η Αθήνα, πόλη ολοζώντανη, πλέει ατέρμονα στο χρόνο. Όλον αυτόν τον καιρό περίμενα υπομονετικά αυτό το μαγιάτικο βράδυ. Με είχε κυριεύσει, βλέπετε, μιαν ασκητική σιωπή, απαραίτητη καθώς διέσχιζα σιγά-σιγά την έρημο. Είναι πρωτόγνωρο να αισθάνεται κανείς μοναξιά, το αποτράβηγμα από τα «εγκόσμια», μέσα στον «κόσμο». Να περικυκλώνεται από χιλιάδες ανθρώπους που δρουν και βρίσκονται κοντά του, ακόμη και των λιγότερων, «δικών» του [i] ανθρώπων και να νιώθει έναν λεπτό, σχεδόν διάφανο μανδύα να τον κρατά μακριά από τη δράση. Παρατηρεί, αφουγκράζεται, στέκεται στον χρόνο αλλά δεν συνδέεται, δεν ακουμπά. Ταυτόχρονα, προχωρά παράλληλα και διασχίζει το δικό του δρόμο. Η έρημος ήταν μια δύσκολη μα εξαιρετικά χρήσιμη, όπως αποδείχθηκε, εμπειρία. Ίσως γιατί η εκκωφαντική ξηρασία και το θανα

Σάββατο στο Μετς

Image
Όσο περπατώ επί της οδού Αναπαύσεως τόσο περισσότερες μαρμάρινες πλάκες συναντώ Μαρμάρινες πλάκες με φωτογραφίες Αναρωτιέμαι αν οι νεκροί περίμεναν να στολίζουν  τις βιτρίνες των μαρμαροτεχνητών. Στην οδό Αναπαύσεως πενθώ, όπως πρέπει, για καθετί νεκρό. Δεν είναι μόνο άνθρωποι. Πεθαίνουν οι στιγμές, οι αποφάσεις, τα αισθήματά μας το "εγώ", οι δικαιολογίες, οι ψευδαισθήσεις μας.  Πεθαίνουν τα φύλλα των δέντρων και πέφτουν στους δρόμους, χρυσαφί, Πεθαίνουν οι φόβοι μου, πεθαίνει η παιδική μου ηλικία. Καρφώνω με δύναμη την εικόνα μου στις μαρμάρινες πλάκες της οδού Αναπαύσεως. Καρφώνω στην καρδιά μου την ελευθερία μου.

Μικρό

Μεσα στον ηλεκτρικό Κάποιος κρατάει τριαντάφυλλα,  Κάποιος κοιτάει εξω απο το παράθυρο  Αφηρημένος Κάποιοι μιλάνε, κάποιοι γελάνε δυνατά, αρκετοί ακούνε μουσικη  Και οι περισσότεροι ξέρουν  Τον προορισμό τους

Ταϋγετος

Image
Πολλές φορές τη μέρα βρίσκομαι μέσα σε θάλασσες από ερωτήματα. Ποια είναι η κινητήριος δύναμη, σκέφτομαι, και ποιος ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσω μπρος στις χιλιάδες επιλογές που γεννούν τα ενδεχόμενα. Δεν πνίγομαι, όμως. Ως κι η θάλασσα έχει πάνω πολλές σανίδες σωτηρίας: τις απαντήσεις, στη συνέχεια τις αποφάσεις και εν τέλει τις πράξεις μας. Βασανιστικό ζήτημα, φίλοι μου, η ελευθερία. Βασανιστική η ανεξαρτησία: μοιάζει με εύθραυστο γυαλί; Μοιάζει με όμορφο περιτύλιγμα; Τι κρύβεται πίσω από την ανάγκη μας να νιώσουμε ελεύθεροι; Μήπως απλά η επιλογή να είμαστε μόνοι; Κάτι παρόμοιο έλεγε ο Σοπενάουερ, ο Νίτσε, ο Καζαντζάκης; Να τη η θάλασσα, να τη. Αμέσως μετά, σχεδόν ταυτόχρονα με την «ελευθερία», σκέφτομαι μια άλλη εύθραυστη έννοια: την ισορροπία. Κι ύστερα, ακόμα ακόμα, την επαφή. Αντιλαμβάνομαι το οξύμωρο, λοιπόν. Όλοι οι άνθρωποι εφορμούμε από την ένωση. Η ίδια μας η ύπαρξη οφείλεται σε μιαν απόφαση που λίγο έχει να κάνει με το «αυτόχθονα» εαυτό μας. Κι όμως, όλοι

Το «είμαι» -- Μέρος 2ο

Image
Ebb n flow improvisation Η μέρα μου ξεκινά στις 7:30. Εντάξει, στις 8:00. Ωραία, ωραία στις 8:45. Δε με παίρνει άλλο, πρέπει να σηκωθώ. Χωρίς καμία σκέψη πηγαίνω στην κουζίνα και βάζω καφέ. Ο καφές είναι απαραίτητος για τη σκέψη. Αποχωρισμός Οι λέξεις έχουν μεγάλη δύναμη κι αυτό γιατί δομούν, δίνουν μορφή στις απροσδιόριστες υφές του μυαλού μας. Μπορείτε άραγε να σκεφτείτε το βελούδο, το λείο, το άγριο; Οι υφές της σκέψης είναι η πρωτόλεια ουσία. Αν είστε τυχεροί κι ανακαλύψετε την ικανότητα της παρατήρησης, θα προβείτε σε μία μεγάλη διαπίστωση:  οι σκέψεις μας έχουν πρώτα υφή και μετά νόημα. Αντανακλούν πρώτα το μέσα μας και μετά μεταφράζονται σε «όραση». Όλα αυτά με τον καφέ. Το μυαλό μου έχει κολλήσει σε μία σκηνή μέσα στο λεωφορείο. Κάθομαι πίσω από τον οδηγό και πίσω μου συζητούν δύο άντρες για τη δουλειά τους. Μάλλον εργαζόντουσαν σε κάποιο εστιατόριο, μιλούσαν με ένταση για το κρύο finger food , για κάποια που δεν τους έδειχνε εμπιστοσύνη και για χρώματα

Υπό το πρίσμα

Image
«Τα βουνά έχουν ψηλώσει πια για μένα, εσείς τώρα πρέπει να τα ανεβείτε» Συν-πεζοπόρος κάπου στο Δυτικό Μαίναλο, ετών 70 Υπό το πρίσμα της άνοιξης, βρέθηκα μπροστά σε μία ανεμώνα. Ήταν κατακόκκινη και ψηλή, λεπτή, κεχαριτωμένη. Κομμένη από τη ρίζα της Μου φάνηκε κάπως βασανισμένη κι όταν γύρισα στο σπίτι πότισα την ορχιδέα μου με ευλάβεια μυστική. Ένιωσα, τότε, τον αέρα μέσα στο σαλόνι να την αγκαλιάζει, θαρρείς και το πρόσταγμα ήταν ολόκληρη η φύση να συμπεριφερθεί σαν μάνα. Υπό το πρίσμα της άνοιξης, κρατώντας πολύ προσεκτικά την επιθυμία μου, Έσκυψα και την φίλησα. Η ορχιδέα μου χαμογέλασε, είμαι σχεδόν σίγουρη πως χάρηκε βαθιά. Κι εγώ γαλήνεψα, υπό το πρίσμα της άνοιξης. Κι ας βρέθηκα στα προχθές σε μια χιονισμένη πλαγιά. Ο χειμώνας, ένιωθα, πως είχε ήδη χάσει. Η οργή μου είχε καταλαγιάσει, κι έφτανε μόνον αυτό το βουνό να τη δαμάσει Να με δαμάσει, κι ας ανέμιζαν τα μαλλιά μου κι η ελευθερία μου. Να με δαμάσει στους σχετικούς αυτούς χρό

Όλη τη θλίψη της

Image
Στηριζόσουν σε βραχίονες από τσιμέντο, η εικόνα σου ήταν αρκετά σουρεαλιστική για να μοιάζει με πρόσφορο έδαφος σχολιασμού, εσύ όμως έβαλες «μηδέν εις το πηλίκον» και προχώρησες σε ένα έδαφος απορροφητικό. Απορρόφησες την εχθρική σου στάση κι έγραψες, κάτι που δεν είχε ξαναγράψει ποτέ. Την έκφραση, χωρίς καμία προκατάληψη. Απολάμβανες τις λέξεις και τους αναστεναγμούς. Να το πάλι μπροστά σου το «μη-είμαι». Νάτος πάλι μπροστά σου ο γόρδιος δεσμός. Θα γίνω κατανοητή, δε θα σας αφήσω έτσι. Υπέρτατος εγωισμός; Μπορεί. Δε με νοιάζει ξέρετε. Πήρα το ξίφος. Αυτό της ψυχής μου. Του βαθιού συναισθήματος, του μοναδικού κόσμου που νοείται με τις δικές μου παραμέτρους Πώς μπορώ να ακροβατώ στις δύο αυτές «φύσεις» μου, Πώς μπορώ μέσα από τις λέξεις και από τον οίστρο μου να σας αγγίξω όλους, θέλω όλους, στα πιο απόκρυφα μέρη σας, στις σεξουαλικές σας ζώνες Στον έρωτά σας, σε αυτόν απευθύνομαι. Στον έρωτα που δεν έχει πρόσωπο. Σιχαίνομαι τα πρόσω